μυστικώς

μυστικώς
(ΑΜ μυστικῶς)
επίρρ. βλ. μυστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυστικῶς — μυστικός connected with the mysteries adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВЕЛИКАЯ СУББОТА — [Церковнослав. ; греч. Τὸ ̀λδβλθυοτεΑγιον καὶ Μέγα Σάββατον; лат. Sabbatum Sanctum], суббота накануне Пасхи, когда Церковь вспоминает телесное погребение и сошествие Христа во ад, начиная праздновать Его тридневное Воскресение. События В. с. Вера …   Православная энциклопедия

  • μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет …   Православная энциклопедия

  • Cherubikon — The Cherubikon, or Cherubic Hymn, is the troparion normally sung at the Great Entrance during the Byzantine liturgy. The hymn is sung in the Eastern Orthodox Church and the Eastern Catholic Churches. The hymn symbolically incorporates those… …   Wikipedia

  • Херувимская песнь — Во время пения Херувимской Херувимская песнь (греч …   Википедия

  • θεωρώ — (ΑΜ θεωρῶ, έω) 1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα 2. εξετάζω, ερευνώ νεοελλ. 1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τόν θεωρώ αδελφό μου» β. «τόν θεωρώ υπεύθυνο για...») 2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων 3. προσκομίζω στις… …   Dictionary of Greek

  • κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… …   Dictionary of Greek

  • παρασεσιωπημένως — Α επίρρ. σιωπηλώς, μυστικώς, εν σιγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρασεσιωπημένος, μτχ. μεσ. παρακμ. τού παρασιωπῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • χερουβικός — ή, ό / χερουβικός, ή, όν, ΝΜΑ [χερουβ(ε)ίμ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση και στη λειτουργία τών χερουβίμ (α. «ξανθά / χερουβικά κεφάλια», Παλαμ. β. «τοῡ χερουβικοῡ καὶ ἐπουρανίου θρόνου», Μεθόδ. γ. «χερουβικοῑς ὄμμασιν εἰς οὐρανὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”